μητροτοπικός

Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό
(κοινων.-ανθρωπολ.) όρος ο οποίος αναφέρεται σε τόπο εγκατάστασης που επιβάλλεται σε ένα ζευγάρι νεονύμφων και σύμφωνα με τον οποίο ο σύζυγος ή, σπάνια, ο αρραβωνιαστικός έρχεται να ζήσει με ή κοντά στην οικογένεια της συζύγου του.