αρραβωνιαστικός

From LSJ

Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt

Menander, Monostichoi, 130

Greek Monolingual

ο (θηλ. -ιά, η) αρραβωνιάζω
ο μνηστήρας, ο αρραβωνιασμένος.