αρραβωνιαστικός

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source

Greek Monolingual

ο (θηλ. -ιά, η) αρραβωνιάζω
ο μνηστήρας, ο αρραβωνιασμένος.