μολυβένιος

Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-α, -ο (Μ μολυβένιος, -α, -ο) μολύβι
κατασκευασμένος από μόλυβδο, μολύβδινος
νεοελλ.
1. αυτός που έχει το χρώμα του μολύβδου, μολυβής
2. το ουδ. ως ουσ. το μολυβένιο
το μολυβί χρώμα.