μολυβής

From LSJ

ἴσα πάντα, ἴσων ἀμφοτέρων, ἰσάκις ἴσος → all are equal, both are equal, equal multiplied by equal

Source

Greek Monolingual

-ιά, -ί μολύβι
1. αυτός που έχει το χρώμα του μολύβδου, μολυβδόχρωμος
2. το ουδ. ως ουσ. το μολυβί
το χρώμα του μολύβδου.