μισγοδία

Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

   A v. μιξοδία. μισγόλας· θόρυβος, Hsch. μισγόνομος γῆ, public pasture-land, Id. μίσγω, v. μείγνυμι; cf. προσμίσγω.

German (Pape)

[Seite 189] ἡ, = μιξοδία, Hesych.

Greek Monolingual

μισγοδία και μισγοδίη, ἡ (Α)
μιξοδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίσγω + -οδία (< -οδός < ὁδός), πρβλ. κακ-οδία, περι-οδία].