μιξοδία
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
English (LSJ)
Ion. μιξοδίη, ἡ, a place where several ways meet, μιξοδίαι ἁλός, of the straits of Messene, A.R.4.921:—also μίξοδος, μισγοδία, Hsch.
German (Pape)
[Seite 189] ἡ, Mischweg, Kreuzweg, Hesych.; Ap. Rh. 4, 921 nennt ἁλὸς μιξοδίας die gefährlichen Wege zwischen der Scylla u. Charybdis.
Greek (Liddell-Scott)
μιξοδία: Ἰων. -ίη, ἡ, τόπος ἔνθα πολλαὶ ὁδοὶ συνέρχονται, ἁλὸς μιξοδίαι, ἐπὶ τοῦ πορθμοῦ τῆς Μεσσήνης, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 921· οὕτω μίξοδος, καὶ μισγοδία, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μιξοδία, ιων. τ. μιξοδίη και μίξοδος και μισγοδία, ἡ (Α) μίξοδος
ο τόπος όπου διασταυρώνονται πολλοί δρόμοι («ἁλὸς μιξοδία» — η επικίνδυνη διάβαση μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης, ο πορθμός της Μεσσήνης, Απολλ. Ρόδ.).