[Seite 209] gestaltend, K. S.
μορφοποιός, -όν (Μ)αυτός που δίνει μορφή, που κατασκευάζει εικόνα, ο ζωγράφος («ἐκ μορφοποιοῡ χειρὸς ὡραϊσμένην βλέποντες ἄνδρες ἐγγραφεῑσαν ἐνθάδε», Στουδ. Θεόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + -ποιός].