μοιχάς

Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

άδος, ἡ, fem. of μοιχός, Aeschin.Socr.20 D., Placit.1.7.10 (

   A v.l. μοιχαλίδος), Vett.Val.104.11; μ. εὐνή Tz.H.4.349.

Greek (Liddell-Scott)

μοιχάς: -άδος, ἡ, θηλ. τοῦ μοιχός, Λατ. moecha, Αἰσχίν. Σωκρ. παρ’ Ἀθην. 220Β· μ. γυνὴ Τζέτζ.

Greek Monolingual

μοιχάς, -άδος, ἡ (ΑΜ) μοιχός
(θηλ. του μοιχός)
1. μοιχική («μοιχάς εὐνή», Τζέτζ.)
2. (δ. γρφ.) μοιχαλίδα.