μοσχοβολιά
Greek Monolingual
και μοσκοβολιά και μοσκοβόλια, η μοσχοβολώ
το μοσχοβόλημα, μεθυστικό άρωμα («που τη σταχτή μοσχοβολιά ρουφούνε και το μύρο», Γρυπ.).
και μοσκοβολιά και μοσκοβόλια, η μοσχοβολώ
το μοσχοβόλημα, μεθυστικό άρωμα («που τη σταχτή μοσχοβολιά ρουφούνε και το μύρο», Γρυπ.).