άρωμα
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
Greek Monolingual
(I)
το (AM ἄρωμα)
νεοελλ.
η ωραία μυρωδιά, η μοσχοβολιά
αρχ.
1. ευωδιαστό βότανο ή οπώρα
2. τα καλλιεργούμενα μυρωδικά, τα μπαχαρικά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολογίας.
ΠΑΡ. αρχ.-νεοελλ. αρωματίζω, αρωματικός, αρωματώδης
αρχ.-νεοελλ. αρωματοπώλης, αρωματοφόρος
μσν.
αρωματοπράτης
νεοελλ.
αρωματοποιός].
(II)
ἄρωμα, το (Α) αρώ
ο αγρός, το χωράφι.