μίνθη

Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
menthe, plante aromatique.
Étymologie: DELG emprunt à une langue de substrat.

Greek Monolingual

η (Α μίνθη και μίνθα και μίνθος)
η μέντα («στέφανον εἶχον κοκκυμήλων καὶ μίνθης», Ιππων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ. από γλώσσα του προελληνικού υποστρώματος (πρβλ. καλαμίνθη και λατ. menta). Η λ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή, σε κατάλογο αρωματικών φυτών].