ηη σκουριά του μολύβδου που αφαιρείται από μετάλλευμα μολύβδου κατά την τήξη.[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + σκωρία «σκουριά». Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].