μολυβδοσκωρία

Revision as of 07:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
η σκουριά του μολύβδου που αφαιρείται από μετάλλευμα μολύβδου κατά την τήξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + σκωρία «σκουριά». Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].