μονόζυγο

Revision as of 07:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
(αθλ.) όργανο γυμναστικής αποτελούμενο από έναν ζυγό, δηλ. μια χαλύβδινη ή ξύλινη οριζόντια ράβδο, η οποία στηρίζεται στα δύο άκρα της με κατακόρυφα στηρίγματα που εδράζονται στο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1837 στον Γ. Παγώνα].