νεάσιμος

Revision as of 11:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

[ᾱ], ον,

   A to be ploughed up, of fallow land, Gloss.

German (Pape)

[Seite 235] umzupflügen, vom Brachlande, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

νεάσῐμος: -ον, γεωργήσιμος, ὃν πρέπει νὰ καλλιεργήσῃ τις πάλιν, Γλωσσ.

Greek Monolingual

νεάσιμος, -ον (Α) [νεώ (Ι)]
αυτός που μπορεί να καλλιεργηθεί εκ νέου, ο καλλιεργήσιμος.