καλλιεργήσιμος

From LSJ

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228

Greek Monolingual

-η, -ο καλλιεργώ
(για έδαφος, έκταση κ.λπ.) αυτός που μπορεί να καλλιεργηθεί, ο δεκτικός καλλιέργειας.