γεωργήσιμος
From LSJ
μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians
English (LSJ)
γεωργήσιμον, tilled or fit for tillage, Arist.Pr.924a22, Str.16.4.18, Plb.1.56.4.
Spanish (DGE)
-ον
apto para ser cultivado νῆσος Str.16.4.18, τόπος Plb.1.56.4, χώρα Plb.7.6.4, cf. EM 751.24G.
•subst. terreno cultivable ἐν γεωργησίμῳ Arist.Pr.924a22, γεω[ργήσι] μον καὶ τὸ μεταλλεύσιμον Didym.Gen.66.
German (Pape)
[Seite 488] bestellbar, Arist. Probl. 20, 12; τόπος, χώρα, Pol. 1, 6. 56.
Russian (Dvoretsky)
γεωργήσιμος: пригодный для обработки Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
γεωργήσιμος: -ον, κατάλληλος πρὸς γεωργίαν, καλλιεργίαν, Ἀριστ. Προβλ. 20. 12, 4.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM γεωργήσιμος, -ον) γεωργώ
ο κατάλληλος για καλλιέργεια, καλλιεργήσιμος.