ημερική βλάβη του πλοίου, αβαρία.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση του γαλλ. avarie maritime (< δοτ. πληθ. ναυσί του ναῦς «πλοίο» + -βλάβεια < -βλαβής < βλάπτω). Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στους Ελληνικούς Κώδικες].