ναυσιβλάβεια

Revision as of 11:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
μερική βλάβη του πλοίου, αβαρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση του γαλλ. avarie maritime (< δοτ. πληθ. ναυσί του ναῦς «πλοίο» + -βλάβεια < -βλαβής < βλάπτω). Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στους Ελληνικούς Κώδικες].