αβαρία

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Greek Monolingual

η
1. ζημιά πλοίου που βρίσκεται εν πλω και που οφείλεται είτε σε βλάβη του ίδιου του πλοίου είτε στην απόρριψη μέρους ή και ολόκληρου του φορτίου του στη θάλασσα, για να αποφευχθεί ο καταποντισμός του
2. συνεκδ. κάθε υλική ζημιά
3. (μτφ. φρ.) «κάνω αβαρία» — υποχωρώ, ελαττώνω, μειώνω τις απαιτήσεις, τις αξιώσεις μου, απαρνιέμαι εν μέρει τις ιδέες, τις απόψεις μου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ιταλ. avaria (= βλάβη πλοίου).
ΠΑΡ. αβαριάτος].