[Seite 218] ὁ, Mäusedreck, Sp.
μυόκοπρος: ὁ, κόπρος ποντικιῶν, μεταγεν.
μυόκοπρος, ὁ (Α)περίττωμα ποντικού, ποντικοκούραδο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + κόπρος.