μυΐτις, ἡ (Α)θλάσπις.[ΕΤΥΜΟΛ. < μυῖα «μύγα» + επίθημα -ῖτις (πρβλ. μυρμηκ-ίτις, πεταλ-ίτις), βλ. και λ. μυιόπτερον].