μύρτων

Revision as of 11:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

ωνος, ὁ, (

   A μύρτον 11) nickname of a debauchee, Luc.Lex.12.

German (Pape)

[Seite 222] ωνος, ὁ, Spottname eines Weichlings, Luc. Lexinh. 12.

Greek (Liddell-Scott)

μύρτων: -ωνος, ὁ, σκωπτικὸν ὄνομα θηλυδρίου, Λουκ. Λεξιφ. 12.

French (Bailly abrégé)

ωνος;
adj. m.
délicat, efféminé.
Étymologie: μύρτος.

Greek Monolingual

μύρτων, ὁ (Α)
σκωπτική ονομασία μαλθακού και θηλυπρεπούς ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + κατάλ. -ων (πρβλ. κισσ-ών, κοπρ-ών)].