μύρτων

From LSJ

οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύρτων Medium diacritics: μύρτων Low diacritics: μύρτων Capitals: ΜΥΡΤΩΝ
Transliteration A: mýrtōn Transliteration B: myrtōn Transliteration C: myrton Beta Code: mu/rtwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, (μύρτον ΙΙ) nickname of a debauchee, Luc.Lex.12.

German (Pape)

[Seite 222] ωνος, ὁ, Spottname eines Weichlings, Luc. Lexinh. 12.

French (Bailly abrégé)

ωνος;
adj. m.
délicat, efféminé.
Étymologie: μύρτος.

Russian (Dvoretsky)

μύρτων: ωνος adj. m презр. изнеженный, томный (νεανίσκος Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

μύρτων: -ωνος, ὁ, σκωπτικὸν ὄνομα θηλυδρίου, Λουκ. Λεξιφ. 12.

Greek Monolingual

μύρτων, ὁ (Α)
σκωπτική ονομασία μαλθακού και θηλυπρεπούς ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + κατάλ. -ων (πρβλ. κισσών, κοπρών)].