μουσοτόκος: ἡ, ἡ τὰς μούσας τεκοῦσα, μεταγεν.
μουσοτόκος, ἡ (Α)μητέρα τών Μουσών.[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. θεο-τόκος.