νεαίρετος

Revision as of 11:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

ον,

   A newly taken, θήρ A.Ag.1063; πόλις ib.1065; βούβαλις Id.Fr.330.

German (Pape)

[Seite 234] neuerdings, eben erst gefangen, erobert, θήρ, πόλις, Aesch. Ag. 1033. 1035.

Greek (Liddell-Scott)

νεαίρετος: -ον, νεωστὶ συλληφθείς, κυριευθείς, θὴρ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1063· πόλις αὐτόθι 1065· βούβαλις ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 316.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vient d’être pris.
Étymologie: νέος, αἱρέω.

Greek Monolingual

νεαίρετος, -ον (Α)
αυτός που κυριεύθηκε μόλις πριν από λίγο ή αυτός που συνελήφθη πρόσφατα («πόλιν νεαίρετον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -αιρετος (< αἱρῶ «κυριεύω»)].