το (Μ μοῡρο[ν])ο καρπός της μουριάςνεοελλ.είδος καρκινώματος που μοιάζει κατά το σχήμα με μούρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μόρον με κώφωση του -ο- σε -ου-].