ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
το (Μ μοῦρο[ν])ο καρπός της μουριάςνεοελλ.είδος καρκινώματος που μοιάζει κατά το σχήμα με μούρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μόρον με κώφωση του -ο- σε -ου-].