νυκτήγρετον

Revision as of 11:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

τό, Oriental plant, said to be luminous at night, Plin.HN21.62.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτήγρετον: τό, μυθώδης τις βοτάνη παρὰ Πλινίῳ 21. 57.

Greek Monolingual

νυκτήγρετον, τὸ (Α)
μυθικό φυτό της Ανατολής για το οποίο έλεγαν ότι έλαμπε κατά τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + θ. ηγρε- του ἐγείρω (πρβλ. νυκτηγρετώ) με έκταση εν συνθέσει].