ξελογιάζω

Revision as of 11:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

1. ξεμυαλίζω, μωραίνω, παίρνω τα λογικά κάποιου
2. παραπλανώ, εξαπατώ («τον ξελόγιασε με ψεύτικες υποσχέσεις»)
3. (ενεργ. και μέσ.) εκμαυλίζω, αποπλανώ (α. «ξελόγιασε τη μικρή» β. «ξελογιάστηκε με μια παντρεμένη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + λογιάζω].