αποπλανώ
From LSJ
Greek Monolingual
(AM ἀποπλανῶ, -άω, Α κ. -έω)
νεοελλ.
1. ξεγελώ με απατηλές υποσχέσεις, παρασύρω, ξελογιάζω γυναίκα
2. ενεργώ ασελγείς πράξεις σε βάρος ανηλίκου ή πνευματικά ανάπηρου προσώπου
αρχ.
Ι. 1. εκτρέπω από την ευθεία, απομακρύνω από το κύριο θέμα
2. παρασύρω, εξαπατώ
II. (-ώμαι)
1. πλανιέμαι μακριά από κάπου
2. (για αίμα) διαμοιράζομαι, κυκλοφορώ.