ξηρόλιθος, ὁ (Μ)συν. στον πληθ. οἱ ξηρόλιθοιξηροί λίθοι που τοποθετούνται σε οικοδομή χωρίς συνδετικό κονίαμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + λίθος.