οικοδομή
From LSJ
ταῦτα δηλώσω αὐτός τε νοσήσας καὶ αὐτὸς ἰδὼν ἄλλους πάσχοντας → I shall describe those symptoms, since I myself had the disease and witnessed as well what others were suffering
Greek Monolingual
η (ΑΜ οικοδομή) [[[οικοδόμος]] (Ι)]
1. ανέγερση κτηρίου, οικοδόμηση, κτίσιμο («η οικοδομή θα αρχίσει σε έναν μήνα»)
2. το υπό ανέγερση κτήριο
3. οικοδόμημα, κτήριο
αρχ.
μτφ.
1. η ενέργεια πράξεων που αποσκοπούν στην επίτευξη επωφελών αποτελεσμάτων («τοῖς λογισμοῖς πρὸς οἰκοδομὴν πνευματικὴν χρώμενοι», Νείλ.)
2. δημιούργημα, πλάσμα («θεοῦ γεώργιον, θεοῦ οἰκοδομή ἐστε», ΚΔ).