ξαναζώ
Greek Monolingual
(Μ ξαναζῶ)
1. ζω πάλι
2. ξανάρχομαι στη ζωή, ξαναζωντανεύω, αναβιώνω
νεοελλ.
αναζωογονούμαι
2. επαναφέρω κάποιον στη ζωή, ανασταίνω («και νεκρή τήν ήθελε γυρίσει οπίσω από τον θάνατον και να τήν ξαναζήσει», Σουμμ.).
(Μ ξαναζῶ)
1. ζω πάλι
2. ξανάρχομαι στη ζωή, ξαναζωντανεύω, αναβιώνω
νεοελλ.
αναζωογονούμαι
2. επαναφέρω κάποιον στη ζωή, ανασταίνω («και νεκρή τήν ήθελε γυρίσει οπίσω από τον θάνατον και να τήν ξαναζήσει», Σουμμ.).