ξαναζωντανεύω

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source

Greek Monolingual

1. επαναφέρω κάποιον ή κάτι στη ζωή
2. ξαναφέρνω στον νου, ξαναθυμάμαι
3. αποκτώ πάλι τη ζωτικότητά μου, γίνομαι πάλι ζωηρός.