νευρόθλαστος

Revision as of 11:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

ον,

   A bruised in the sinews, Gal.13.576, Orib.Fr. 88.

Greek (Liddell-Scott)

νευρόθλαστος: -ον, ὁ ἔχων τὰ νεῦρα τεθλασμένα, τοὺς τεθλασμένους τὰ νεῦρα, καθάπερ ἐκεῖνος ἐτέθλαστο, νευροτρώτους ἐφθάκασι καλεῖν οὐ νευροθλάστους Γαλην. 13. 712.

Greek Monolingual

νευρόθλαστος, -ον (Α)
αυτός που έχει σπασμένα τα νεύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + -θλαστος (< θλῶ «σπάω»), πρβλ. εύ-θλαστος, κεφαλό-θλαστος].