νεύρα

From LSJ

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source

Greek Monolingual

νεύρα, ἡ (Μ)
1. νεύρο
2. μυώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του νεῦρον (τὸ) με αλλαγή γένους].