νεύρα

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404

Greek Monolingual

νεύρα, ἡ (Μ)
1. νεύρο
2. μυώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του νεῦρον (τὸ) με αλλαγή γένους].