ξενοχαρής, -ές (Α)1. αυτός που χαίρεται για παράξενα πράγματα2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ξενοχαρέςχαρά για αλλόκοτα πράγματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -χαρής (< χαίρω / χαίρομαι), πρβλ. ηδυ-χαρής].