ξενοχαρής
From LSJ
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
ξενοχαρής, -ές (Α)
1. αυτός που χαίρεται για παράξενα πράγματα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ξενοχαρές
χαρά για αλλόκοτα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -χαρής (< χαίρω / χαίρομαι), πρβλ. ηδυχαρής].