Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
ξενοχαρής, -ές (Α)
1. αυτός που χαίρεται για παράξενα πράγματα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ξενοχαρές
χαρά για αλλόκοτα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -χαρής (< χαίρω / χαίρομαι), πρβλ. ηδυχαρής].