ξυλοπάλιος

Revision as of 11:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
είδος ξυλολίθου που παράγεται από πριονίσματα ξύλου τα οποία έχουν εμποτιστεί με λάδι προτού αναμιχθούν με οξυχλωριούχα κονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + οπάλιο / οπάλιος «είδος πολύτιμου λίθου»].