οείδος ξυλολίθου που παράγεται από πριονίσματα ξύλου τα οποία έχουν εμποτιστεί με λάδι προτού αναμιχθούν με οξυχλωριούχα κονία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + οπάλιο / οπάλιος «είδος πολύτιμου λίθου»].