νυκτουργός

Revision as of 11:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

όν,

   A working by night : τὸ ν. Plu.2.376e.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ διὰ νυκτὸς ἐργαζόμενος, Πλούτ. 2. 376Ε.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui travaille la nuit.
Étymologie: νύξ, ἔργον.

Greek Monolingual

νυκτουργός, -όν (Α)
αυτός που εργάζεται τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + -ουργός (< ἔργον)].