ξενόεις

Revision as of 11:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A full of strangers, E.IT1281 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 277] εσσα, εν, voll von Fremden od. Gastfreunden, θρόνος, Eur. I. T. 1281.

Greek (Liddell-Scott)

ξενόεις: εσσα, εν, ὁ πλήρης ξένων, Εὐρ. Ι. Τ. 1282.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
rempli d’étrangers ou d’hôtes.
Étymologie: ξένος.

Greek Monolingual

ξενόεις, -εσσα, -εν (Α)
γεμάτος ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + κατάλ. -όεις (πρβλ. θυμ-όεις, μυρ-όεις)].