ξενόθηλυς

Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

ξενόθηλυς: ἡ, ἡ θαυμασία γυνή, ἐπίθ. τῆς Παρθένου Μαρίας, Ἀνωνύμου Ὕμν. εἰς τὴν Παρθένον 15.

Greek Monolingual

ξενόθηλυς, -εως, ἡ (Α)
(για την Παρθένο Μαρία) γυναίκα έξω από τα ανθρώπινα μέτρα, γυναίκα του θαύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + θήλυς].