ξενόθηλυς: ἡ, ἡ θαυμασία γυνή, ἐπίθ. τῆς Παρθένου Μαρίας, Ἀνωνύμου Ὕμν. εἰς τὴν Παρθένον 15.
ξενόθηλυς, -εως, ἡ (Α)(για την Παρθένο Μαρία) γυναίκα έξω από τα ανθρώπινα μέτρα, γυναίκα του θαύματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + θήλυς].