ξανθοειδής

Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

ές,

   A yellow in appearance, Heph.Astr.1.1.

Greek Monolingual

ξανθοειδής, -ές (ΑΜ)
μσν.
αυτός που έχει ξανθά μαλλιά και ανοιχτό χρώμα δέρματος
αρχ.
ξανθός, ξανθοκίτρινος στην όψη.