ξανθοειδής
From LSJ
γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
English (LSJ)
ξανθοειδές, yellow in appearance, Heph.Astr.1.1.
Greek Monolingual
ξανθοειδής, -ές (ΑΜ)
μσν.
αυτός που έχει ξανθά μαλλιά και ανοιχτό χρώμα δέρματος
αρχ.
ξανθός, ξανθοκίτρινος στην όψη.