ξανθοειδής

From LSJ

γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξανθοειδής Medium diacritics: ξανθοειδής Low diacritics: ξανθοειδής Capitals: ΞΑΝΘΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: xanthoeidḗs Transliteration B: xanthoeidēs Transliteration C: ksanthoeidis Beta Code: canqoeidh/s

English (LSJ)

ξανθοειδές, yellow in appearance, Heph.Astr.1.1.

Greek Monolingual

ξανθοειδής, -ές (ΑΜ)
μσν.
αυτός που έχει ξανθά μαλλιά και ανοιχτό χρώμα δέρματος
αρχ.
ξανθός, ξανθοκίτρινος στην όψη.