και ξαναπλάσσω (Μ ξαναπλάσσω)1. φτειάχνω κάτι από την αρχή, ξανακάνω2. δημιουργώ ξανά, αναπλάθωνεοελλ.μέσ. ξαναπλάθομαι και ξαναπλάσσομαια) πλάθομαι εκ νέουβ) μεταβάλλομαι ριζικά («ήλλαξες απ' ό,τι ήσουνε κι όλος εξαναπλάστης», Ερωτόκρ.).