και ντοβάρι, το
1. κτιστό περίφραγμα χώρου, τοίχος
2. μτφ. άτομο που χαρακτηρίζεται από περιορισμένες δυνατότητες μάθησης, που έχει δυσκολίες στη μάθηση, βλάκας
3. φρ. «τά βρήκε ντουβάρι» — βρήκε μεγάλες δυσκολίες στο να πετύχει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. duvar].