μουρμουριστός
Greek Monolingual
-ή, -ό μουρμουρίζω
1. ψιθυριστός, χαμηλόφωνος
2. (για μέλισσα) αυτή η οποία προκαλεί βόμβο (κι η μέλισσα μουρμουριστή σιμά του τριγυρίζει», Σουμμ.).
-ή, -ό μουρμουρίζω
1. ψιθυριστός, χαμηλόφωνος
2. (για μέλισσα) αυτή η οποία προκαλεί βόμβο (κι η μέλισσα μουρμουριστή σιμά του τριγυρίζει», Σουμμ.).