χαμηλόφωνος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. (για πρόσ.) αυτός που έχει σιγανή φωνή
2. μτφ. αυτός που λέγεται ή εκτελείται με χαμηλή φωνή, σε χαμηλό τόνο.
επίρρ...
χαμηλοφώνως και χαμηλόφωνα Ν
σιγανά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμηλός + -φωνος (< φωνή), πρβλ. μεγαλό-φωνος. Το επίρρ., στον λόγιο τ. χαμηλοφώνως, μαρτυρείται από το 1866 στον Κ. Ι. Παπάζογλου].