ξεπάγιασμα

Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το ξεπανιάζω
1. το αποτέλεσμα του ξεπαγιάζω, πάγωμα από πολύ κρύο
2. σφοδρό ψύχος, πολύ κρύο
3. στον πληθ. τα ξεπαγιάσματα
τα χείμετλα, οι χιονίστρες.