οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me
from ψύχω; coolness: cold.
το / ψῡχος, ΝΜΑέλλειψη θερμότητας, κρύο, ψύχρααρχ.1. δροσιά2. μτφ. λύπη3. φρ. «ἐν ψύχει» — κατά τον χειμώνα (Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ψύχω (II)].