μπάρα

Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(I)
η
1. μεταλλική ράβδος που ασφαλίζει την πόρτα, σύρτης, αμπάρα
2. κάθετη, οριζόντια ή λοξή γραμμή που χωρίζει στίχους, μουσικούς φθόγγους ή κλάσματα
3. στον πληθ. οι μπάρες
α) δύο κάθετες γραμμές οι οποίες χωρίζουν διάφορες σημασίες λέξεων σε κείμενο
β) (στην ενόργανη γυμναστική) ειδική κατασκευή για την εκτέλεση ορισμένων ασκήσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. barra < λατ. barra].———————— (II)
η
τέλμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. bara].